- κάστορες
- κάστωρmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κάστορες — Κάστωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… … Dictionary of Greek
τετραγωνοπρόσωπος — ον, Α (για τις ενυδρίδες, τους κάστορες κ.ά. ζώα) αυτός τού οποίου το πρόσωπο έχει σχήμα τετραγώνου («ἐνύδριες... καὶ κάστορες καὶ ἄλλα θηρία τετραγωνοπρόσωπα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράγωνος + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. στρογγυλο… … Dictionary of Greek
απλοδοντίδες — (aplodontidae). Οικογένεια τρωκτικών θηλαστικών. Ζουν αποκλειστικά στη Βόρεια Αμερική, και πιο συγκεκριμένα στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ και στη Βρετανική Κολομβία του Καναδά. Μοιάζουν πολύ με τους κάστορες και γι’ αυτό ονομάζονται κάστορες του βουνού … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
καστορίδες — οι (AM καστορίδες, αἱ) [κάστωρ] νεοελλ. ζωολ. οικογένεια τρωκτικών στην οποία ανήκουν και οι κάστορες μσν. αρχ. είδος θαλάσσιου ζώου, φώκια αρχ. 1. εξαιρετικό είδος κυνηγετικών σκυλιών στη Λακωνία, από το όνομα τού Κάστορος («αἱ δὲ καστορίδες… … Dictionary of Greek
τρωκτικά — Τάξη θηλαστικών που αποτελείται από μεγάλο αριθμό ειδών, πολύ διαφορετικών στις διαστάσεις, στη μορφή και στις συνήθειες. Ο πιο σπουδαίος διακριτικός χαρακτήρας είναι η οδοντοφυΐα, χωρίς κυνόδοντες και γενικά μόνο με 4 κοπτήρες, πολύ μακριούς και … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Βορειοαμερικανικές Κορδιλιέρες — Ο όρος κορδιλιέρα, που χρησιμοποιείται γενικά για να χαρακτηρίσει μακρές οροσειρές παράλληλες μεταξύ τους, χρησιμοποιείται στη Βόρεια Αμερική για ολόκληρη την ορεινή περιοχή που ορίζεται από τις οροσειρές της Αλάσκα, των Βραχωδών Ορέων και της… … Dictionary of Greek
Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… … Dictionary of Greek